- ερυθροπύρωση
- ηισχυρή θέρμανση, πύρωση μετάλλου μέχρι να γίνει κόκκινο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + πύρωση. Η λ. στον λόγιο τ. ερυθροπύρωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσιο Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek
πυράκτωση — η η πράξη του πυρακτώνω, η ερυθροπύρωση ή λευκοπύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερθέρμανση — η η υπερβολική θέρμανση ενός μετάλλου ή κράματος, δίχως γενική ή μερική τήξη, ερυθροπύρωση: Η υπερθέρμανση θα βλάψει τη μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)